Το υπέροχο παιχνίδι
To μπάσκετ ποτέ
δεν ήταν η ζωή μου, ωστόσο η επίδραση που είχε πάνω μου είναι αδιαμφισβήτητη.
Μπορεί να κατέληξα να κάνω πρωταθλητισμό στο γυμνάσιο και στο λύκειο, όμως η
ενασχόληση μου με το άθλημα περιοριζόταν συνήθως στις προπονήσεις και στους
αγώνες που είχα μέσα στην εβδομάδα. Ακόμα και τότε, περιοριζόμουν στο πρόγραμμα
της ομάδας χωρίς να κάνω ποτέ διπλές και τριπλές προπονήσεις με άλλους
γυμναστές όπως έκαναν οι περισσότεροι συμπαίκτες μου. Παράλληλα, φίλους αποκλειστικά
από το μπάσκετ έκανα πολύ αργότερα στη ζωή μου.
Πρωτοπήγα σε ομάδα 9 χρονών όταν
μας έστειλε ο πατέρας μας να παίξουμε σε ομαδικά αθλήματα που τόσο πολύ του
άρεσαν από παιδί. Ο αδερφός μου έπαιξε ποδόσφαιρο και εγώ έπαιξα μπάσκετ στην
ομάδα που πήγαινε ήδη ο κολλητός μου. Μου άρεσε περισσότερο από το πολύ
κουραστικό κολυμβητήριο που έκανα μέχρι τότε, όμως δεν ήμουν καλός. Ήμουν
ασυντόνιστος, αρκετά αδέξιος με την μπάλα στα χέρια, χωρίς πολλή φαντασία και
για να συμπληρωθεί το καρέ, πολύ ντροπαλός για να πάρω αυτοπεποίθηση μέσα από
τη συμπάθεια των άλλων παιδιών. Μου άρεσε όμως το περιβάλλον και δεν σκέφτηκα
ποτέ να το σταματήσω.
Τα χρόνια προχωρούσαν χωρίς να
γίνω ποτέ πρώτη επιλογή των προπονητών μου. Εγώ γινόμουν καλύτερος, μάθαινα το
παιχνίδι και έπαιζα στις δυνατότητες που είχα. Υπήρχε ένας στόχος φυσικά. Η
ομάδα που πήγα να παίξω εξαιτίας του κολλητού μου ήταν η καλύτερη ομάδα της
πόλης στις παιδικές και εφηβικές κατηγορίες. Μεγαλώνοντας λοιπόν θα είχα την
ευκαιρία να παίξω σε μια ομάδα με στόχο τον Πανελλήνιο τίτλο! Αυτό με την
προϋπόθεση φυσικά να είμαι αρκετά καλός ώστε να επιλεχθώ ως μέλος αυτής της
ομάδας. Και όταν η ευκαιρία παρουσιάστηκε, την άρπαξα και είναι κάτι που έχω
καμάρι μέχρι και σήμερα.
Εκείνη η στιγμή όταν μου
ανακοινώθηκε ότι θα είμαι μέλος της ομάδας του παιδικού είναι η πιο χαρούμενη
στιγμή που μου προσέφερε το μπάσκετ όλα τα χρόνια που έπαιζα. Η συνέχεια έκτοτε
ήταν δύσκολή, γεμάτη τραυματισμούς και αμφισβήτηση για τις δυνατότητες μου,
κυρίως από τον ίδιο μου τον εαυτό. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια μέχρι να αποφασίσω
να σταματήσω, έκανα ίσως τις μισές προπονήσεις από όσες έκανε η – επόμενη πλέον
– ομάδα μου και έπαιξα σε ακόμη λιγότερους αγώνες. Σταμάτησα στα 20 μου πολύ
κουρασμένος και απογοητευμένος αυτό που για 11 χρόνια ήταν η καθημερινότητα
μου.
Όλος αυτός ο πρόλογος έγινε για
να φτάσουμε στο σήμερα, όπου μετά από το πτυχίο και τη στρατιωτική θητεία
αποφάσισα να ξαναπαίξω το άθλημα που μου αρέσει περισσότερο. Οι στόχοι είναι
φυσικά πολύ διαφορετικοί. Η φετινή ομάδα εξαρχής έχει θέσει ως στόχο να
παίζουμε γιατί μας αρέσει και από εκεί και πέρα να καταφέρουμε ό,τι καλύτερο
μπορούμε. Όμως το μπάσκετ παραμένει το ίδιο. Ο ανταγωνισμός είναι εκεί και η
νίκη είναι απαραίτητη. Και όταν δεν είναι όλοι εναρμονισμένοι με αυτούς τους στόχους,
δημιουργούνται γρήγορα προβλήματα.
Δεν ξέρω γιατί να παίζεις μπάσκετ
μετά τα 25 σου. Αρχικά, είναι επικίνδυνο. Ο ομαδικός αθλητισμός είναι εξ’ ορισμού ανταγωνιστικός και για να
μπορείς να είσαι ανταγωνιστικός απαιτείται μια συγκεκριμένη φυσική κατάσταση.
Διαφορετικά, είσαι συνεχώς ευάλωτος σε μικρούς ή μεγάλους τραυματισμούς. Κατά
δεύτερον, είναι μια δέσμευση. Όταν είσαι μέλος μιας ομάδας έχεις κάποιες
υποχρεώσεις απέναντι στους συμπαίκτες σου και στον προπονητή σου. Αυτό
συνεπάγεται με κομμάτια από τον ήδη περιορισμένο χρόνο που υπάρχει μέσα στη
μέρα ενός εργαζομένου. Έτσι, ακόμα και αν οι στόχοι είναι διαφορετικοί, ακόμη
και αν έχουμε συμφωνήσει πως παίζουμε για εμάς και την ευχαρίστηση μας, οι
υποχρεώσεις υπάρχουν και αν τις αμελήσεις θα έχεις την ανάλογη κατάληξη.
Το μπάσκετ σε αντρικό
ερασιτεχνικό επίπεδο είναι πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε είχαμε μάθει στις
ακαδημίες και τα αγωνιστικά τμήματα των σχολικών μας χρόνων. Τα «βασικά του
μπάσκετ» που έλεγε κάποτε ο κόουτς Νικολαΐδης δεν είναι το ίδιο δεδομένα όσο
θεωρούντουσαν κάποτε, το σώμα πολύ σπάνια να είναι εκεί που θα έπρεπε να είναι
με το αποτέλεσμα να είναι κάτι άναρχο, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, που θυμίζει
μπάσκετ επειδή στο γήπεδο υπάρχουν καλάθια. Άλλωστε, μιλάμε για ανθρώπους που
μετά από δέκα, έντεκα, δώδεκα ώρες δουλειάς έρχονται για να ξεσκάσουν και να
αποβάλλουν την πίεση της ημέρας.
Ακόμα και σε αυτό το επίπεδο όμως
τα αποτελέσματα είναι που μετράνε. Αν τα αποτελέσματα είναι καλά, κανένας δεν
θα έχει πρόβλημα με αυτό. Αν όμως συμβαίνει το αντίθετο, δημιουργείται πολύ
εύκολα εκνευρισμός. Σε μια ομάδα με 15 άτομα είναι πολύ δύσκολο να μην ενοχλούν
κανέναν οι συνεχόμενες ήττες και, όπως είπα ήδη, ο χρόνος είναι πολύτιμος για
να τον αφιερώνεις σε πράγματα που σου προκαλούν συνεχώς άσχημα συναισθήματα.
Άρα τι είναι αυτό που μας κάνει
να επιστρέφουμε; Τι είναι αυτό που μας κάνει να αδιαφορούμε για τις ήττες 30
πόντων, τα γήπεδα χωρίς παρκέ, το κρύο, την υποχρέωση; Αυτό είναι μάλλον το
παιχνίδι. Η παιδική ανάγκη να κυνηγάμε μια μπάλα από πίσω νιώθοντας έτσι λίγο
πιο κοντά στους ήρωες που βλέπουμε στην τηλεόραση. Είναι ταυτόχρονα και ψυχοθεραπεία.
Ένας τρόπος να απαλλαχθείς από σκέψεις και άγχη, έστω για λίγες ώρες την
εβδομάδα. Είναι αλήθεια ότι ακόμα νιώθω λίγο άβολα όταν βλέπω ανθρώπους
μεγάλους σε ηλικία να είναι μέσα στα γήπεδα και να παθιάζονται με ένα καλάθι ή
με μια καλή άμυνα της ομάδας τους, αλλά ένα κομμάτι μέσα μου εύχεται να μπορέσω
να τους μοιάσω όταν φτάσω στα χρόνια τους. Γιατί ο αθλητισμός είναι πολύ
όμορφος ακόμα και όταν δεν υπάρχουν όλα τα απαραίτητα μέσα. Ακόμα και αν έχουν
περάσει τα χρόνια.
Rolly
"Γιατί να παίζεις μπάσκετ μετά τα 25 σου"; Μία πολύ δύσκολη ερώτηση για κάποιον που θεωρεί τον εαυτό του ορθολογιστή. Ο Αλμπέρ Καμύ στον "Μύθο του Σίσυφου" γράφει: "Είναι εύκολο κανείς να σκεφτεί λογικά, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να σκέφτεται λογικά μέχρι τέλους." :)
ΑπάντησηΔιαγραφή